- στερροσώματος
- στερρο-σώμᾰτος, ον,A with strong body or frame, Xenarch.1.10 (Lob. for στερνοσώματος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερροσώματος — ον, Α αυτός που έχει στερεό, ισχυρό σώμα ή στερεά κατασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. τού στερεός + σώματος (< σῶμα, ατος), πρβλ. μεγαλο σώματος] … Dictionary of Greek
στερροσώματον — στερροσώματος with strong body masc/fem acc sg στερροσώματος with strong body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek